τριηρικός

τριηρίτης

τριηροποιός
τριηρίτης, ου () [ῑτ] matelot, soldat ou passager d’une trirème, Hdt. 5, 85 ; Thc. 6, 46 ; Xén. An. 6, 4, 7.
Étym. τριήρης.