τροχήλατος

τροχιά

τροχίασμα
τροχιά, ᾶς ()
1 trace de roue, ornière, Spt. ||
2 cercle d’une roue, Nic. Th. 816 ; Anth. 7, 478 ; 9, 418.
Étym. τροχός.