τρόχμαλα

τρόχμαλος

τροχοδινέω-ῶ
τρόχμαλος, ου () [] galet, caillou roulé par les eaux et arrondi, Ar. fr. 694 ; Th. C.P. 3, 6, 4 et 5 ; Lyc. 1064.
Étym. τρέχω.