τροχοδινέω-ῶ

τροχοειδής

τροχοειδῶς
τροχο·ειδής, ής, ές, en forme de roue ou de cercle, circulaire, Thgn. 7 ; Hdt. 2, 170 ; Oracl. (Hdt. 7, 140).
Étym. τροχός, εἶδος.