τροχοειδῶς

τροχόεις

τροχοκουράς
τροχόεις, όεσσα, όεν, en forme de cercle, d’où :
1 circulaire, Call. Del. 261 ||
2 rond, Anth. 6, 65 ; 11, 58 ; Nic. Th. 332, etc.
Étym. τροχός.