Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τροπαιοφορέω-ῶ
τροπαιοφορία
τροπαιοφόρος
τροπαιοφορία,
ας
(
ἡ
) port de trophées,
Plut.
Pel. c. Marc.
3
.
Étym.
τροπαιοφόρος
.