Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τροπόω-ῶ
τροπωτήρ
τροῦλλα
τροπωτήρ,
ῆρος
(
ὁ
)
c.
τροπός,
Ar.
Ach.
549 ;
Thc.
2, 93 ;
Luc.
D. mort.
4, 1
(
τροπόω 2
).
τροπωτήρ,
ῆρος
(
ὁ
) qui nourrit, qui fortifie,
Xénarq.
(
Ath.
64
a
).
Étym.
c.
*τροφωτήρ,
de
τρέφω
.