τρύγις

τρυγοδαίμων

Τρυγόδωρος
τρυγο·δαίμων, ονος () [] litt. « dieu barbouillé de lie », sobriquet des poètes comiques, Ar. Nub. 296 (v. τρυγῳδικός).
Étym. τρύξ, δαίμων ; pour la format. cf. κακοδαίμων.