τρυγονάω-ῶ

τρυγόνιον

τρυγόνιος
τρυγόνιον, ου (τὸ) []
1 jeune tourterelle, tourtereau, Thém. 273c ; fig. Anth. 7, 222 ||
2 verveine (d’ord. περιστερεών) Anon. de vir. herb. 56 ; Diosc. Noth. 4, 60.
Étym. τρύγων.