τρύγη

τρυγηϐόλιον

τρύγησις
*τρυγηϐόλιον, dor. τρυγα·ϐόλιον, ου (τὸ) [ῠᾱ] jet du raisin dans la cuve, Com.
Étym. τρύγη, βάλλω.