τρυγῳδικός

τρυγωδοποιομουσική

τρυγῳδός
τρυγωδο·ποιο·μουσική, ῆς () [] musique de pièce comique, Ar. fr. 313.
Étym. τρυγῳδός, ποιέω, μουσική.