τρυφεραίνομαι

τρυφεραμπέχονος

τρυφερεύομαι
τρυφερ·αμπέχονος, ος, ον [] aux vêtements délicats ou efféminés, Antiph. (Ath. 526d).
Étym. τρυφερός, ἀμπεχόνη.