τρυπημάτιον

τρύπησις

τρυπητήρ
τρύπησις, εως () [] percement, perforation, Arstt. Eud. 7, 10, 4 ; Aristox. Harm. el. p. 37d; Geop. 4, 13, 1.
Étym. τρυπάω.