Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τρηματόεις
τρηματώδης
τρήμη
τρηματώδης,
ης, ες
[
ᾰ
]
c. le préc.
Arstt.
H.A.
1, 1, 28
.
Étym.
τρῆμα, -ωδης
.