τυμπανίστρια

τυμπανίτης

τυμπανόδουπος
τυμπανίτης, ου () [ᾰῑ]
1 c. τυμπανίας, Gal. 2, 382 ; A. Tr. 3, p. 519 ||
2 malade atteint d’hydropisie, hydropique, Hérodotus (Méd. p. 293, 23 Matthäi) conj.