τυραννοκτόνιος

τυραννοκτόνος

τυραννοποιός
τυραννο·κτόνος, ου (ὁ, ἡ) []
1 meurtrier d’un tyran, Luc. Tyr. 1 ; Lib. 4, 798, etc. ||
2 qui concerne le meurtre d’un tyran, Phalar. Ep. 106.
Étym. τύραννος, κτείνω.