τυροκνηστεύς

τυρόκνηστις

τυροκόσκινον
τυρό·κνηστις ou τυρο·κνῆστις, εως () couteau à fromage, Ar. Vesp. 938, 963 ; Av. 1579 ; Plut. Dio. 58 ||
E Dat. τυροκνήστει, Gal. 19, 112 ; acc. τυροκνῆστιν, Anaxipp. (Ath. 169a).
Étym. τ. κνάω.