Τηλεϐόας

τηλεϐόλος

Τηλέγονος
τηλε·ϐόλος, ος, ον, qui lance au loin, qui frappe de loin, Pd. P. 3, 86 ; Anth. App. 9, 49 ||
Cp. -ώτερος, Str. 4.
Étym. τ. βάλλω.