τηλεδανός

τηλεδαπός

τηλεθάω
τηλε·δαπός, ή, όν []
1 d’un pays lointain, étranger, Od. 6, 279, etc. ||
2 situé au loin, Il. 21, 454.
Étym. τ. -δαπος ; cf. ποδαπός.