Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Τήλεκλος
τηλεκλυτός
τηλέμαχος
τηλε·κλυτός,
ός, όν
[
ῠ
]
c.
τηλεκλειτός,
Il.
19, 400 ;
Od.
1, 30
.
Étym.
τ. κλύω
.