τηλέπομπος

τηλέπορος

τηλέπυλος
τηλέ·πορος, ος, ον :
1 qui va ou se répand au loin, Cydias (Ar. Nub. 967) ||
2 p. suite, lointain, Soph. Ant. 983 ; Orph. H. 18, 9, etc.
Étym. τ. πόρος.