Τηλίνης

τήλινος

τῆλις
τήλινος, η, ον [] de fenugrec, Pol. 31, 4, 2 ; Diosc. 1, 57 ; τὸ τήλινον (s. e. μύρον) Apollon. (Ath. 689a) sorte de parfum.
Étym. τῆλις.