τηλοῖ

τηλοπέτης

Τῆλος
τηλο·πέτης, ης, ες, seul. gén. ion. τηλοπέτευς p. τηλοπέτεος, qui vole au loin, Anth. 6, 239.
Étym. τ. πέτομαι.