ξανθοχολικός

ξανθόχροος-ους

ξανθόχρως
ξανθό·χροος-ους, οος-ους, οον-ουν, de couleur jaune, Mosch. 2, 84 ||
E Acc. sg. irrég. ξανθόχροα, Nonn. D. 11, 180.
Étym. ξ. χρόα.