ξανθόγεως

ξανθόθριξ

ξανθοκάρηνος
ξανθό·θριξ, -τριχος (ὁ, ἡ) [ῐχ] aux cheveux blonds ou aux poils jaunes, Thcr. Idyl. 18, 1.
Étym. ξ. θρίξ.