Ξεναίνετος

ξεναπάτης

ξεναπατία
*ξεν·απάτης, dor. ξεν·απάτας [ᾰᾰᾱ] adj. m. :
1 qui trompe les étrangers, Pd. O. 11, 35 ||
2 qui trompe ses hôtes, Eur. Med. 1392 (ion. ξειναπάτης).
Étym. ξένος, ἀπατάω.