ξενοδοχέω-ῶ

ξενοδόχος

Ξενόδοχος
ξενο·δόχος, ος, ον, qui accueille les étrangers, hospitalier, Jambl. V. Pyth. p. 113 ||
E Ion. ξεινοδόκος, Il. 3, 354 ; Od. 8, 542, etc.
Étym. ξένος, δέχομαι.