Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Ζαύηκες
ζάφελος
ζαφλεγής
ζά·φελος,
ος, ον
[
ᾰ
] violent,
Nic.
Al.
556
(
gén. épq.
ζαφέλοιο,
var.
ζαφλέγοιο
).
Étym.
ἐπιζάφελος
.