Ζεφυρηῒς ἀκτή

ζεφυρίη

ζεφυρικός
ζεφυρίη, ης () [] s. e. αὔρα, le souffle du zéphyr, Od. 7, 119 (avec ε long à l’arsis).
Étym. ζεφύριος.