ζευγοτρόφος

ζευγοφορέω-ῶ

ζεύκτειρα
ζευγοφορέω-ῶ, faire traîner par des bêtes de somme, Phil. bybl. (Eus. P.E. 35d).
Étym. ζεῦγος, -φορος de φέρω.