ζευκτήριος

ζευκτός

Ζευξίδαμος
ζευκτός, ή, όν :
1 attelé, Plut. M. 278b ||
2 accouplé, apparié, Anth. 7, 9 ||
3 p. ext. joint, uni, Str. 452.
Étym. vb. de ζεύγνυμι.