ζυγόφι(ν)

ζυγοφορέομαι-οῦμαι

ζυγοφόρος
ζυγοφορέομαι-οῦμαι [] être traîné par un attelage de bœufs, Phil. bybl. (Eus. 3, 80 Migne).
Étym. ζυγοφόρος.