ζυγοστατέω-ῶ

ζυγοστάτης

ζυγουλκός
ζυγο·στάτης, ου () [ῠᾰ] préposé aux poids et balances, Sext. 197, 22 Bkk. ; Artém. 2, 37.
Étym. ζυγόν, ἵστημι.