ζυμίζω

ζυμίτης ἄρτος

ζυμόω-ῶ
ζυμίτης ἄρτος () [ῡῑ] pain fait avec du levain, Xén. An. 7, 3, 21 ; Crat. (Ath. 111e); Philstr. Im. 2, 26.
Étym. ζύμη.