ζηλημοσύνη

ζηλήμων

ζηλοδοτήρ
ζηλήμων, ων, ον, gén. ονος, envieux, jaloux de, gén. Od. 5, 118 ; Call. Dian. 30 ; Mus. 36, 37 ; Opp. C. 3, 191.
Étym. ζῆλος.