ζήλωμα

ζήλωσις

ζηλωτέος
ζήλωσις, εως ()
1 émulation, zèle à imiter : τινος, Thc. 1, 132 ; Lgn 13, 2, qqn ||
2 lutte, effort, Phil. 1, 362 ||
3 jalousie, Spt. Num. 5, 14.
Étym. ζηλόω.