ζητητής

ζητητικός

ζητητός
ζητητικός, ή, όν, qui aime ou est apte à rechercher, à examiner : τινος, Plat. Ax. 366b ; περί τι, Plat. Rsp. 528b, qqe ch. ; τὸ ζητητικόν, Arstt. Pol. 2, 6, 6, la recherche ; οἱ ζητητικοί, DL. 9, 69, les chercheurs, n. donné aux philosophes sceptiques ; ἡ ζητητικὴ ἀγωγή, Sext. P. 1, 7 ; ou simpl. ἡ ζητητική, DL. 9, 70, la doctrine des sceptiques, le scepticisme.
Étym. ζητέω.