ζῳδαρίδιον

ζῳδάριον

ζῳδιακός
ζῳδάριον, ου (τὸ) [] animalcule ou insecte, Arstt. H.A. 5, 32, 1 ; Ath. 210c ||
E ζῳδάριον (non ζωδάριον) CIA. 2, 736, a, 4 (après 307 av. J.-C.), v. Meisterh. p. 51, 8.
Étym. ζῴδιον.