ζωγρέω-ῶ

ζωγρία

ζωγρίας
ζωγρία, ας () c. ζωγρεία, Pol. 1, 7, 11 ; 1, 79, 4 ; Spt. 2 Macc. 12, 35 ; ζωγρίῃ λαϐεῖν τινα, Hdt. 6, 28, ou αἱρέειν, Hdt. 6, 37, prendre qqn vivant ||
E Ion. -ίη, Hdt. 6, 28, 37.