Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ζωοποιέω-ῶ
ζωοποίησις
ζωοποιητικός
ζωοποίησις,
εως
(
ἡ
)
action de faire vivre,
Spt.
2 Esdr.
9, 8
.
Étym.
ζωοποιέω
.