ζωοτοκία

ζωοτόκος

ζῳοτροφέω-ῶ
ζωο·τόκος, ος, ον, qui enfante des êtres vivants, vivipare, Arstt. H.A. 1, 5, 1 ; Thcr. Idyl. 25, 125.
Étym. ζωός, τίκτω.