Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ζωπύρημα
ζωπύρησις
ζωπυρητέον
ζωπύρησις,
εως
(
ἡ
)
[
ῠ
]
c.
ζωπύρωσις,
Nyss.
2, 862 ;
3, 242
.
Étym.
ζωπυρέω
.