ἤλυξα

Ἠλύσιος

ἤλυσις
Ἠλύσιος, α, ον [] élyséen, des Champs Élysées, Anth. App. 51 ; Ἠλύσιον πεδίον, Od. 4, 563 ; τὸ πεδίον τὸ Ἠλύσιον, Paus. 8, 53, 5 ; Ἠλύσια πεδία, Anth. App. 278 ; Ἠλύσιον πέδον, Q. Sm. 2, 651 ; Ἠλύσιος λειμών, Nonn. D. 19, 189 ; Luc. J. conf. 17, les Champs Élysées.