ἤρικα

Ἠρικαπαῖος

ἤρικον
Ἠρι·καπαῖος, ου () [κᾰ] dieu du printemps, ép. de Bacchus ou de Priape, Orph. H. 6, 4.
Étym. ἦρ, καπ-, cf. κεφαλή.