Ὠκεάνης

Ὠκεανίνη

Ὠκεάνιος
Ὠκεανίνη, ης () [ᾰῑ] fille d’Ôkéanos, nymphe de l’Océan, Hés. Th. 364, 389, etc. ; pour la format. cf. Νηρηΐνη de Νηρεύς.
Étym. Ὠκεανός.