ὡρεῖον

Ὠρείτης

ὠρείτροφος
Ὠρείτης, ου () habitant ou originaire d’Ôréos, Xén. Hell. 5, 4, 57 ; Eschn. 3, 100, etc. ; Dém. 8, 59, etc. Baiter-Sauppe, etc.
Étym. Ὠρεός.