ἠλακάτη

ἠλακατήν

ἡλάμην
ἠλακατήν () Hdn gr. π. μ. λ. p. 17, 8 ; d’ord. au pl. ἠλακατῆνες, ων (οἱ) Mén. (Ath. 301d) poisson de mer (en forme de fuseau) propre à la salaison.
Étym. ἠλακάτη.