ἠρεμαιότης

ἠρεμαίως

ἠρέμας
ἠρεμαίως, adv. doucement, modérément, Xén. Eq. 9, 5 ||
Cp. -αιότερον, Arstt. Meteor. 2, 8, 32 (-αίτερον Bkk.).
Étym. ἠρεμαῖος.