ἠθολογέω-ῶ

ἠθολογία

ἠθολόγος
ἠθολογία, ας () imitation des mœurs, du caractère, Posidon. (Sén. Ep. 95, 66); Quint. 1, 9, 3 ; Suét. Gramm. 4.
Étym. ἠθολόγος.