ὠκυδίδακτος

ὠκυδίνητος

ὠκυδρόμας
ὠκυ·δίνητος, dor. ὠκυ·δίνατος, ος, ον [ῠῑᾱ] qui tourne ou se meut rapidement, Pd. I. 5, 7.
Étym. ὠ. δινέω.